Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τουριστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τουριστικ|ός <-ή, -ό> [turistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

τουριστικός
touristisch, Touristen-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский