Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεχνικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τεχνικ|ός <-ή, -ό> [tɛxniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. τεχνικός ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

τεχνικός

2. τεχνικός (της καλλιτεχνίας):

τεχνικός
Kunst-, künstlerisch

II . τεχνικ|ός <-ή, -ό> [tɛxniˈkɔs] SUBST mf

τεχνικός
Techniker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский