Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τετράχρονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τετράχρον|ος <-η, -ο> [tɛˈtraxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. τετράχρονος (τετραετής):

τετράχρονος

2. τετράχρονος ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

τετράχρονος
Viertakt-
Viertaktmotor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τετράχρονος

τετράχρονος κινητήρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский