Ελληνικά » Γερμανικά

τελετουργία [tɛlɛturˈjia] SUBST θηλ

1. τελετουργία (διεξαγωγή τελετής):

τελετουργία
Ritual ουδ

2. τελετουργία ΘΡΗΣΚ:

τελετουργία
Gottesdienst αρσ
τελετουργία μύησης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский