Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταμιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταμιακ|ός <-ή, -ό> [tamiaˈkɔs] ΕΠΊΘ (σχετιζόμενος με τον ταμία)

ταμιακός
Kassierer-

Παραδειγματικές φράσεις με ταμιακός

ταμιακός απολογισμός
ταμιακός έλεγχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский