Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταγκιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταγκιά|ζω <-σα, -σμένος> [taɲˈɟazɔ] VERB αμετάβ

ταγκιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский