Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σόμπα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σόμπα [ˈsɔba] SUBST θηλ

σόμπα
Ofen αρσ
Ölofen αρσ
σόμπα κάρβουνου
Kohleofen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σόμπα

νούντλς σόμπα
Sobanudeln θηλ πλ
Kohleofen αρσ
Ölofen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский