Ελληνικά » Γερμανικά

σωματεμπορία [sɔmatɛmbɔˈria] SUBST θηλ

δερματέμπορος [ðɛrmaˈtɛmbɔrɔs] SUBST αρσ, δερματεμπόρισσα [ðɛrmatɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

σιτέμπορος [siˈtɛmbɔrɔs], σιτέμπορας [siˈtɛmbɔras] SUBST αρσ, σιτεμπόρισσα [sitɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

βαμβακέμπορος [vaɱvaˈcɛmbɔrɔs] SUBST αρσ, βαμβακεμπόρισσα [vaɱvacɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

σωματέμπορος (σωματεμπόρισσα) [sɔmaˈtɛmbɔrɔs, sɔmatɛmˈbɔrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σωματέμπορος (σωματεμπόρισσα)
Menschenhändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский