Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συρφετός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συρφετός [sirfɛˈtɔs] SUBST αρσ

συρφετός
Gesindel ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский