Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συρίγγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συρίγγιο [siˈriɲɟiɔ] SUBST ουδ

συρίγγιο
Fistel θηλ
βρογχικό συρίγγιο
εντερικό συρίγγιο
Darmfistel θηλ
συρίγγιο του ορθού
Rektumfistel θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με συρίγγιο

βρογχικό συρίγγιο
εντερικό συρίγγιο
Darmfistel θηλ
συρίγγιο του ορθού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский