Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπυκνώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπυκνώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [simbikˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. συμπυκνώνω (γενικά):

συμπυκνώνω

2. συμπυκνώνω (γάλα):

συμπυκνώνω
Kondensmilch θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский