Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συζευκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συζευκτικ|ός <-ή, -ό> [sizɛfktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συζευκτικός ΗΛΕΚ:

συζευκτικός
Kopplungs-

2. συζευκτικός:

συζευκτικός ΒΙΟΛ, ΒΟΤ
Konjugations-

3. συζευκτικός ΜΑΘ:

συζευκτικός
συζευκτικός μετασχηματισμός

Παραδειγματικές φράσεις με συζευκτικός

συζευκτικός μετασχηματισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский