Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκομίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [siŋgɔˈmizɔ] VERB μεταβ

1. συγκομίζω:

συγκομίζω

2. συγκομίζω μτφ:

συγκομίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский