Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκατοικώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκατοικ|ώ <-είς, -ησα> [siŋgatiˈkɔ] VERB αμετάβ

συγκατοικώ με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский