Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκαλύπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκαλύ|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [siŋgaˈliptɔ] VERB μεταβ

1. συγκαλύπτω (σκεπάζω):

συγκαλύπτω

2. συγκαλύπτω (αποκρύβω):

συγκαλύπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский