Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στυγνός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στυγν|ός <-ή, -ό> [stiˈɣnɔs] ΕΠΊΘ

1. στυγνός (σκληρός):

στυγνός

2. στυγνός (σκυθρωπός):

στυγνός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский