Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρογγυλό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρογγυλό [strɔɲɟiˈlɔ] SUBST ουδ (κρίκος)

στρογγυλό
Ring αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στρογγυλό

στρογγυλό σαλάχι
Sandrochen αρσ
στρογγυλό λάστιχο
Gummiring αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский