Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στροφέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στροφέας [strɔˈfɛas] SUBST αρσ

1. στροφέας ΜΗΧΑΝΙΚΉ (μικρός άξονας):

στροφέας
Drehzapfen αρσ

2. στροφέας (μεντεσές):

στροφέας
Scharnier ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский