Ελληνικά » Γερμανικά

στρατιωτικό [stratiɔtiˈkɔ] SUBST ουδ

στρατιωτικ|ός <-ή, -ό> [stratiɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

στρατιώτης [stratiˈɔtis] SUBST αρσ

στρατιωτικοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [stratiɔtikɔpiˈɔ] VERB μεταβ

αντιστρατιωτικ|ός <-ή, -ό> [andistratiɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

στρατηγία [stratiˈjia] SUBST θηλ

1. στρατηγία (αξίωμα):

Generalsrang αρσ

2. στρατηγία (περίοδος):

στρατώνας [straˈtɔnas] SUBST αρσ

στρατωνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [stratɔˈnizɔ] VERB μεταβ

στρατιωτικοποίησ|η <-εις> [stratiɔtikɔˈpiisi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский