Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στραμπουλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στραμπουλί|ζω <-σα [ή -ξα], -σμένος> [strambuˈlizɔ] VERB μεταβ

στραμπουλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский