Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: στοχαστής , στόχαστρο και στοχαστικός

στόχαστρο [ˈstɔxastrɔ] SUBST ουδ

στοχαστής [stɔxasˈtis] SUBST αρσ

στοχαστικ|ός <-ή, -ό> [stɔxastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. στοχαστικός (μυαλωμένος):

2. στοχαστικός (που ενεργεί με περίσκεψη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский