Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στουπί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στουπί [stuˈpi] SUBST ουδ

1. στουπί (μάζα από ίνες):

στουπί
Hede θηλ
στουπί
Werg ουδ
στουπί στο μεθύσι οικ

2. στουπί (βούλωμα):

στουπί
Stopfen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στουπί

στουπί στο μεθύσι οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский