Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεφανώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στεφανώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [stɛfaˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. στεφανώνω (περιβάλλω με στεφάνι):

στεφανώνω

2. στεφανώνω μτφ (επιβραβεύω):

στεφανώνω

3. στεφανώνω (παντρεύω):

στεφανώνω

II . στεφανώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский