Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στασιμότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στασιμότητα [stasiˈmɔtita] SUBST θηλ

1. στασιμότητα (ακινησία):

στασιμότητα
Stillstand αρσ

2. στασιμότητα ΕΜΠΌΡ:

στασιμότητα
Stagnation θηλ
στασιμότητα της οικονομίας
στασιμότητα της οικονομίας
στασιμότητα πωλήσεων
χρηματιστηριακή στασιμότητα
Börsenflaute θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με στασιμότητα

στασιμότητα πωλήσεων
χρηματιστηριακή στασιμότητα
στασιμότητα της οικονομίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский