Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στίξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στίξ|η <-εις> [ˈstiksi] SUBST θηλ

1. στίξη ΓΛΩΣΣ:

στίξη
στίξη
Interpunktion θηλ

2. στίξη (τατουάζ):

στίξη
Tätowierung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский