Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στάθμιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στάθμισ|η <-εις> [ˈstaθmisi] SUBST θηλ

1. στάθμιση (ζύγισμα):

στάθμιση
Wiegen ουδ

2. στάθμιση (εξέταση με στάθμη):

στάθμιση
Ausloten ουδ

3. στάθμιση μτφ (σκέψεις):

στάθμιση
Abwägung θηλ

ιδιωτισμοί:

στάθμιση ήχου (μεταξύ ηχείων)
Balance θηλ
στάθμιση ήχου (ο ρυμιστής)
Balanceregler αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στάθμιση

Balance θηλ
στάθμιση θηλ των ψήφων στο Συμβούλιο EE

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский