Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπινθηρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπινθηρί|ζω <-σα> [spinθiˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. σπινθηρίζω (βγάζω σπίθες):

σπινθηρίζω

2. σπινθηρίζω (λάμπω, γυαλίζω):

σπινθηρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский