Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπαραγμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπαραγμός [sparaɣˈmɔs] SUBST αρσ

1. σπαραγμός (ψυχικός πόνος):

σπαραγμός
Schmerz αρσ

2. σπαραγμός (σπαρτάρισμα):

σπαραγμός
Zappeln ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский