Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπίρτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπίρτο [ˈspirtɔ] SUBST ουδ

1. σπίρτο (ξυλάκι):

σπίρτο
Streichholz ουδ
είμαι σπίρτο μοναχό

2. σπίρτο (αλκοόλ):

σπίρτο
Alkohol αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σπίρτο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский