Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σοκάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σοκάκι [sɔˈkaci] SUBST ουδ

σοκάκι
Gasse θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский