Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκελετός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκελετός [scɛlɛˈtɔs] SUBST αρσ

1. σκελετός (ανθρώπου, ζώου):

σκελετός
Skelett ουδ

2. σκελετός (τεχνικού έργου):

σκελετός
Gerüst ουδ

3. σκελετός (για γυαλιά):

σκελετός
Fassung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский