Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σιτεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σιτ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [siˈtɛvɔ] VERB μεταβ (ζώο)

σιτεύω

II . σιτ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [siˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (για κρέας)

σιτεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский