Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σεληνιάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σεληνιά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [sɛliˈɲazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. σεληνιάζομαι (πάσχω από επιληψία):

σεληνιάζομαι

2. σεληνιάζομαι (επηρεάζομαι ψυχολογικά από το φεγγάρι):

σεληνιάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский