Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαστίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σαστί|ζω <-σα, -σμένος> [sasˈtizɔ] VERB μεταβ

σαστίζω

II . σαστί|ζω <-σα, -σμένος> [sasˈtizɔ] VERB αμετάβ

σαστίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский