Ελληνικά » Γερμανικά

σαμποταριστής (σαμποταρίστρια) [sambɔtarisˈtis, sambɔtaˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σαμποταριστής (σαμποταρίστρια)
Saboteur αρσ

σαμποτάρισμα [sambɔˈtarizma] SUBST ουδ

σαξοφωνίστας [saksɔfɔˈnistas] SUBST αρσ, σαξοφωνίστα [saksɔfɔˈnista], σαξοφωνίστρια [saksɔfɔˈnistria] SUBST θηλ

σαμποτάρ|ω <-ισα> [sambɔˈtarɔ] VERB μεταβ

σαμποτέρ [sambɔˈtɛr] SUBST mf αμετάβλ

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

αντιφασιστής [andifasisˈtis], αντιφασίστας [andifaˈsistas] SUBST αρσ, αντιφασίστρια [andifaˈsistria] SUBST θηλ

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST αρσ, βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский