Ελληνικά » Γερμανικά

σέρβικ|ος <-η, -ο> [ˈsɛrvikɔs] ΕΠΊΘ οικ

σέρβικος

σερβικ|ός <-ή, -ό> [sɛrviˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский