Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρωμηοσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρωμηοσύνη

ρωμηοσύνη s. ρωμιοσύνη

Βλέπε και: ρωμιοσύνη

ρωμιοσύνη [rɔmɲɔˈsini] SUBST θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский