Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρυμουλκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρυμουλκ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [rimulˈkɔ] VERB μεταβ

1. ρυμουλκώ:

ρυμουλκώ

2. ρυμουλκώ (ειδικά αυτοκίνητο):

ρυμουλκώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский