Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρουσφέτι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρουσφέτι [rusˈfɛti] SUBST ουδ

ρουσφέτι
Gefälligkeit θηλ
κάνω ρουσφέτι σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με ρουσφέτι

κάνω ρουσφέτι σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский