Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρινικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρινικ|ός <-ή, -ό> [riniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ρινικός (γενικά):

ρινικός
Nasen-
Nasenbein ουδ
Nasentropfen αρσ πλ

2. ρινικός (φθόγγος):

ρινικός
nasal, Nasal-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский