Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρεγουλάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρεγουλάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [rɛɣuˈlarɔ] VERB μεταβ

ρεγουλάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский