Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ραμολιμέντο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ραμολιμέντο [ramɔliˈmɛndɔ] SUBST ουδ

1. ραμολιμέντο (γεροντική άνοια):

ραμολιμέντο
Senilität θηλ

2. ραμολιμέντο μειωτ (άτομο):

ραμολιμέντο
verkalkte(r) Alte(r) mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский