Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρίζωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρίζωμα [ˈrizɔma] SUBST ουδ

1. ρίζωμα (απόκτηση ριζών):

ρίζωμα
Verwurzelung θηλ

2. ρίζωμα (σύνολο ριζών):

ρίζωμα
Wurzelwerk ουδ
ρίζωμα
Rhizom ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский