Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πώρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πώρωσ|η <-εις> [ˈpɔrɔsi] SUBST θηλ

πώρωση
πώρωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский