Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πόμολο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πόμολο [ˈpɔmɔlɔ] SUBST ουδ

1. πόμολο (χερούλι):

πόμολο
Türklinke θηλ

2. πόμολο (στρόγγυλο):

πόμολο
Türknauf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский