Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνόρρευστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυκνόρρευστ|ος <-η, -ο> [pikˈnɔrɛfstɔs] ΕΠΊΘ

πυκνόρρευστος

Παραδειγματικές φράσεις με πυκνόρρευστος

(πυκνόρρευστος) χυμός αρσ ντομάτας
passierte Tomaten θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский