Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυγμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυγμή [piɣˈmi] SUBST θηλ

1. πυγμή (γροθιά):

πυγμή
Faust θηλ

2. πυγμή μτφ (επιβολή):

πυγμή
Faustrecht ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский