Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωτομαθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωτομαθ|αίνω <-α> [prɔtɔmaˈθɛnɔ] VERB μεταβ

1. πρωτομαθαίνω (μαθαίνω για πρώτη φορά):

πρωτομαθαίνω

2. πρωτομαθαίνω (μαθαίνω πρώτος):

πρωτομαθαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский