Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσήλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσήλωσ|η <-εις> [prɔˈsilɔsi] SUBST θηλ

1. προσήλωση (προσοχή):

προσήλωση

2. προσήλωση (αφοσίωση):

προσήλωση
Hingabe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский