Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προπληρωμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προπληρωμή [prɔplirɔˈmi] SUBST θηλ

προπληρωμή
Vorauszahlung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский